παιδισκεῖος

παιδισκεῖος
παιδισκ-εῖος, α, ον,
A for a child,

χλανίσκιον Jahresh.16

Beibl.53 (iv B. C.).
II Subst. [full] παιδισκεῖον, τό, brothel, Ath.10.437f.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παιδισκείος — παιδισκεῑος, εία, ον (Α) [παιδίσκος] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε παιδί («παιδισκεῑον χλανίσκιον», πάπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”